Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Αγροτεμάχιο στον Μαραθώνα!

Ίσως κάποτε να ήταν όλα πιο εύκολα. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Είναι άλλο να ζεις το χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε και άλλο το δύο χιλιάδες δέκα πέντε. Αλλά οι ανησυχίες δεν απουσιάζουν. Υπάρχουν τα θετικά, υπάρχουν και τα αρνητικά σε κάθε εποχή και σε κάθε γενιά. Αν σου ερχόταν το δύο χιλιάδες δέκα πέντε ένα εφάπαξ
πενήντα χιλιάδων ευρώ θα ήταν λίγο πιο εύκολη η καθημερινότητα σου και αν επένδυες σωστά αυτά τα χρήματα ίσως να έφτιαχνες και ολόκληρη τη ζωή σου.

Κι όμως ο παππούς του Τώνη είχε ένα αντίστοιχο ποσό το χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε, τότε που υπήρχαν οι δραχμές. Σίγουρα τριάντα χιλιάδες δραχμές εκείνη την εποχή ήταν αρκετά χρήματα για να αγοράσεις ένα οικόπεδο ή ένα διαμέρισμα σε μία πόλη όπως ήταν τα Γιάννενα. Και μάλιστα σε πολύ καλό σημείο σχεδόν κεντρικό.

Αλλά εκείνη την εποχή όλα τα φώτα ήταν στραμμένα στην Αθήνα. Και δικαιολογημένα, γιατί ολόκληρη η οικονομία από εκεί ξεκινούσε και εκεί κατέληγε. Ο παππούς του Τώνη αγόρασε ένα αγροτεμάχιο στον Μαραθώνα, σε μία όχι και τόσο εμπορική περιοχή. Αν και δεν το αγόρασε ο ίδιος. Έδωσε τα χρήματα στον κουμπάρο του και συγχωριανό κύριο Μέγα, αφού του είπε πως είναι καλύτερα να αγοράσουν από κοινού ένα οικόπεδο στην Αθήνα. Ο παππούς του Τώνη, αρχικά ήθελε να αγοράσει στα Γιάννενα δύο διαμερίσματα ή ένα οικόπεδο για τα δύο του παιδιά. Όμως ο κουμπάρος του επέμενε και τελικά τον έπεισε. Το αποτέλεσμα ήταν να αγοράσουν ένα οικόπεδο όπως ο Κύριος Μέγας είχε πει, στην περιοχή του Μαραθώνα και τελικά αυτό ήταν ένα αγροτεμάχιο εκτός σχεδίου πόλης, σε μία δύσβατη και βραχώδες περιοχή.

Με λίγα λόγια ο κύριος Μέγας καταχράστηκε τα χρήματα και απλά για τα μάτια του κόσμου έκανε μία μικρότερη επένδυση από την συμφωνημένη. Αυτό καρφώνεται κάθε φορά στο μυαλό του Τώνη, ειδικά την περίοδο που αναζητεί εργασία και καταλήγει στο συμπέρασμα πως θα ήθελε να έχει μία δική του επιχείρηση. Ένα ακίνητο, ένα κατάστημα και να το φτιάξει όπως το έχει ονειρευτεί. Αλλά αναγκάζεται να πηγαίνει για δουλειά σε διάφορους εργοδότες χωρίς να ξέρει αν και πότε θα πληρωθεί. Ή θα δουλέψει οκτώ ώρες, έξι ημέρες την εβδομάδα για να πάρει τετρακόσια ογδόντα ευρώ. Και μ’ αυτά τι να πληρώσει. Ενοίκιο; Ρεύμα; Νερό; Ή τη βενζίνη για να πηγαίνει στη δουλειά.

Θα μπορούσε να έχει φτιάξει κάτι δικό του και να δουλεύει με μεράκι και όρεξη, αλλά ούτε το κεφάλαιο κληρονόμησε ούτε και κάποιο ακίνητο. Ο Τώνης ήταν λίγο άτυχος όσον αφορά την κληρονομιά. Δεν κληρονόμησε ούτε ακίνητο, ούτε οικόπεδο, ούτε αυτοκίνητο. Πρωτοτύπησε  και σ’ αυτό. Κληρονόμησε χρέη από τον αδερφό της γιαγιάς του. Ναι είναι αλήθεια, κληρονόμησε πενήντα χιλιάδες ευρώ χρέος από οφειλές του θείου, του πατέρα του, προς το δημόσιο.

Ο αδερφός της γιαγιάς του Τώνη, πέθανε το δύο χιλιάδες δώδεκα και η εφορία μετά από τρία χρόνια έστειλε το ραβασάκι με τις οφειλές προς τους συγγενείς πρώτου βαθμού. Οπότε ο Τώνης για να βγάλει άκρη, απευθύνθηκε σε δικηγόρο –στον πατέρα του Φοίβου- ώστε να προβεί στις απαραίτητες διαδικασίες και να μην χρειαστεί να πληρώσει το μεγάλο αυτό χρέος.

-Άγγελος Μητσόπουλος-
(Απόσπασμα από το ανέκδοτο διήγημά μου με τίτλο "Θέλω να πεθάνω στην Σαντορίνη")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου