Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Άδειες νύχτες. Ανώφελα ξενύχτια!


«Απεχθάνομαι όταν μια γυναίκα, αποκαλεί την φίλη της «μαλάκα». Επίσης απεχθάνομαι όσους μιλάνε δυνατά στο τηλέφωνο στους δημόσιους χώρους και κυρίως στα μέσα μαζικής μεταφοράς, πολλοί μάλιστα, συνήθως κάτι ψωνισμένα κοριτσάκια με ύφος και περπάτημα ιμιτασιόν top model, μιλάνε δυνατά επίτηδες ώστε να μάθει όλο το λεωφορείο τα προσωπικά τους, με ύφος του στυλ "τέλος, δεν τα σηκώνω εγώ αυτά, θα φύγει από εκεί που ήρθε" και όταν ξαναζούν το σκηνικό που περιγράφουν, τα δικαστήρια του τηλεφώνου έχουν ξεχαστεί. Όμως και τα αγόρια δεν πάνε πίσω. Έχω ακούσει αρκετές τηλεφωνικές υποσχέσεις για τσαμπουκάδες. Το απεχθάνομαι, με αποσυντονίζει και το θεωρώ αγένεια.
Μιλάνε επιδεικτικά στο κινητό οπουδήποτε, οποτεδήποτε, συχνά χωρίς λόγο και τις περισσότερες φορές χωρίς θέμα.

Πριν από λίγο καιρό σε ρεπορτάζ της τηλεόρασης, με αιφνιδιαστικές συνεντεύξεις στο δρόμο, σε τουρίστες για πράγματα που τους έκαναν εντύπωση στην Ελλάδα, ένας πενηντάχρονος ολλανδός είπε πως του έκανε αρνητική εντύπωση, το γεγονός πως τόσο πολύς κόσμος περπατάει στο δρόμο μ' ένα κινητό κολλημένο στο αυτί και σχεδόν πάντα φωνάζει».

Με γεμάτη την σκέψη του ο Τώνης και αφού κατέβηκε από το αστικό λεωφορείο, συνέχισε να περπατά στην κεντρική λεωφόρο της πόλης.
«Τι είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή» σκέφτηκε κοιτώντας το λεωφορείο που χάθηκε  στο τέλος του δρόμου.
Προσπέρασε πληθώρα κόσμου, οι οποίοι βγήκαν για την βραδινή, φθινοπωρινή βόλτα της Δευτέρας. Τα φώτα στο δρόμο, έδιναν μια αλλιώτικη νότα στο όμορφο τοπίο της πλατείας, ενώ ο ήχος του νερού το οποίο εκτοξευόταν ψηλά και έπεφτε πάλι στο σιντριβάνι,  έσπαγε την οπτική μονοτονία.

Είναι απίστευτο πόση ιστορία βρίσκεται σ’ ένα στενό, το οποίο συμπεριλαμβάνει όλη την ιστορία της πόλης. Είναι μια πόλη παραδοσιακή και συγχρόνως πολύ ζωντανή.
Ο κόσμος κάνει βόλτες από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στα μπεζεστένια, στην λίμνη, στο κάστρο, στην αγορά. Παντού!

Μέσα στο μυαλό γινόταν ένας περιπετειώδης διάλογος με τον ίδιο συνομιλητή, την αέναη ανάμνηση της προηγούμενης ημέρας. Τα βήματα άρχισαν να γίνονται πιο αργά. Έστριψε στον πεζόδρομο πίσω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Και σιγά, σιγά η πόρτα του ουζερί σταμάτησε το λογισμό του Τώνη και τη θέση του πήραν οι αντιμαχόμενες φωνές που έβγαιναν από τα χείλη των θαμώνων. Ταυτόχρονα ένα νεύμα, τον έκανε να διακρίνει την παρέα του, που καθόταν δίπλα από τον πάγκο στον οποίο υπήρχε η ταμειακή μηχανή, δύο σταχτοδοχεία και οι τιμοκατάλογοι που έγραφαν με ξεθωριασμένα γράμματα το όνομα και το μενού του μαγαζιού.

«Καλησπέρα...»είπε με βροντερή φωνή ο Τώνης.
«Έλα κάθισε...» είπε η Άντρια και του έδωσε τη μοναδική άδεια καρέκλα που υπήρχε γύρω από το τραπέζι.

Το βλέμμα του, έπεσε στα πινακάκια που ήταν κρεμασμένα στον απέναντι τοίχο τα οποία έγραφαν στίχους από καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου.  Όπως και αυτό που χάζεψε για αρκετή ώρα «Θέλω να πιώ όλο το Βόσπορο» έγραφε δίπλα από τις νότες.

Άδειες νύχτες που περνάνε από  μπροστά σου. Ανώφελα ξενύχτια για κάτι που δεν είσαι. Βλέμματα που δεν σου λένε ούτε ψέμα. Μένεις στις σιωπές, εκεί που βρίσκεις απαντήσεις ακόμη και για μεγάλα ερωτήματα και συνεχίζεις να πέφτεις στο κενό της εκάστοτε στιγμής.


-Άγγελος Μητσόπουλος-
(απόσπασμα από το διήγημα "Θέλω να πεθάνω στην Σαντορίνη")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου