Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2022

Μια νουβέλα για την Ήπειρο...

«Παππού θα μείνω εδώ, στο χωριό. Θα ξυπνάω το πρωί πριν τη φέξη, να πίνω τον ελληνικό καφέ όπως εσύ και να κοιτώ από το παράθυρο το βουνό που αναμένει τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Μετά θα φοράω τα ρούχα μου και θα ανεβαίνω στην κορυφή της Γκούρας για να συνοδεύω τον μοναχικό αγέρα με τις μελωδίες της φλογέρας μου» είπε ο Ερμής.

«Καλά τα λες γιέ μου. Αλλά εδώ ο τόπος έχει ρημάξει. Μας χάλασαν τα σκυλιά τα μαύρα. Είχαν έρθει οι γερμανοί ναζί στο χωριό με σκοπό να πραγματοποιήσουν απίστευτες θηριωδίες» είπε ο παππούς την ώρα που ένα δάκρυ κύλησε στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.

«Ήταν μια δυστυχία. Βλέπαμε ψηλά από το βουνό, όπου είχαμε κρυφτεί, φλόγες και μαύρο πυκνό καπνό να έχει σκεπάσει κάθε σπιθαμή γης. Είχαμε κρύψει τα υπάρχοντά μας, γιατί νομίζαμε πως δεν θα μας κάψουν οι άπιστοι. Νύχτα φύγαμε, κατατρεγμένοι από τις πατρογονικές μας εστίες και μόλις ξημέρωσε είδαμε να καίγονται τα σπίτια μας και η εκκλησία του χωριού. Από τα εκατόν ενενήντα τέσσερα σπίτια της Οξιάς, σώθηκαν μόνο τα οχτώ. Φρίκη. Χωρίς λόγο, χωρίς προειδοποίηση, από την μια στιγμή στην άλλη να σου καταστρέφουν όσα έχτισες με κόπο. Την ευθύνη δεν την ανέλαβε κανείς. Αναγκαστήκαμε να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή. Και τώρα έχουν ερημώσει τα χωριά Ερμάκο μου» είπε με πόνο ψυχής ο παππούς.

Και συνέχισε να βγάζει από μέσα του, το βάρος που τον έπνιγε.

«Πολλές ήταν οι δυσκολίες Ερμή. Το βασικότερο πρόβλημα ήταν η στέγαση του κόσμου, αναγκαστήκαμε να στριμωχτούμε σε καλύβες, αφήνοντας τα ρημαγμένα αρχοντικά μας. Μαζί με τα σπιτικά κάψανε και εικοσιτρείς αχυροκαλύβες οι οποίες ήταν λιθόκτιστες. Μαζεύαμε τσίγκια για να μην μπαίνει το κρύο και το νερό στις καλύβες. Τις περισσότερες μέρες, κοιμόμασταν κάτω στις λάσπες. Τον Ιούλιο ήρθαν πάλι και κάψανε τα υπόλοιπα σπίτια, όχι ότι είχαν μείνει και πολλά. Φεύγοντας οι γερμανοί κάψανε και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Την κάψανε επειδή ένας συγχωριανός μας, είχε βάλει το τριφύλλι στο χαγιάτι κι αυτοί νόμισαν ότι το είχαν κρύψει οι αντάρτες. Με μια σπίθα λαμπάδιασε όλη η εκκλησία. Ήταν χτισμένη το 1778, το τέμπλο το είχε φιλοτεχνήσει ο ίδιος τεχνίτης που φιλοτέχνησε και το τέμπλο του Αγίου Αθανασίου στην Μητρόπολη Ιωαννίνων. Ήρθαν και οι ιταλοί, μάζεψαν όπλα, γιατί όλοι είχαμε οπλιστεί. Ο πατέρας μου είχε φάει ξύλο, γιατί είχε ένα δίκαννο με το οποίο πήγαινε κυνήγι και δεν ήθελε να το δώσει, το έκρυψε» είπε ο παππούς με έναν κόμπο στην καρδιά. Και συνέχισε…

«Είχαμε φύγει όλοι από το χωριό και πήγαμε πάνω στο βουνό σε κάτι παλιοκαλύβες. Η δική μας ήταν 3 επί 3 και μέσα της καθόμασταν 42 άτομα, είχαμε πιάσει ψείρες, κοιμόμασταν ελάχιστα και λιμοκτονούσαμε. Όμως δεν θέλησαν να μας πιάσουν, γιατί αν ήθελαν θα μας έπιαναν πολύ εύκολα, μιας και μας είχε αποκλείσει το χιόνι. Όμως μέσα σε όλους αυτούς, ήταν ένας Ιταλός που κράταγε συνεχώς την φωτογραφία με τα παιδάκια του κι έκλαιγε. Τον λυπήθηκα, του έδωσα λίγο ψωμί να φάει… σάμπως είχαμε και μεις… μετά δεν ξέρω τι απέγινε, γλίτωσε, δεν γλίτωσε…» αναστέναξε ο ηλικιωμένος αφηγητής, ήπιε λίγο νερό και συνέχισε να βγάζει από μέσα του την φρίκη που είχε ζήσει πριν από χρόνια.

«Μια ομάδα ανταρτών, οι περισσότεροι από το χωριό μας, κατέβηκαν στην γέφυρα και την έριξαν την ώρα που περνούσε ένα αυτοκίνητο, το οποίο είχε δύο αξιωματικούς, έναν γερμανό και έναν Ιταλό. Ήταν πέντε η ώρα το πρωί και δεν μπόρεσαν να δουν τίποτα. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι σκοτώθηκαν και οι δύο». 


~Άγγελος Μητσόπουλος

(Ποιητής- συγγραφέας)

*Το παραπάνω κείμενο, είναι ένα μικρό απόσπασμα από την νουβέλα που έχω γράψει σχετικά με την Ήπειρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου