Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

Ένα διήγημα για την λεβεντογένα Ήπειρο (Άγγελος Μητσόπουλος)

Λίγο πριν τα ογδόντα πέντε του χρόνια, τα οποία χρόνο με το χρόνο βάραιναν όλο και περισσότερο την ευθυτενή, ψηλή του κορμοστασιά, είχε ακούσει πολλές ιστορίες που διαδραματιζόταν στο χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, όπως και άλλες που γεννιόταν και διαδραματιζόταν στην φαντασία των θαμώνων του καφενείου. Ο συνονόματος εγγονός του, που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία ζητούσε συνεχώς να αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τον μύθο για τις τρείς μετέωρες πέτρες που βρισκόταν ψηλά στο βουνό, στον Προφήτη Ηλία, πάνω από μια τεράστια σπηλιά. 

Κάθε φορά που άκουγε την ιστορία, ένιωθε την ίδια αιμωδία, καθώς δεν γνώριζε αν όλο αυτό ήταν μύθος ή ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο γνώριζαν ελάχιστοι και συζητούσαν ακόμη πιο λίγοι. 

[...]


Ο παππούς συνέχισε να εξιστορεί αφού άναψε την πίπα του, ρουφώντας μια γεμάτη τζούρα αγρινιώτικου καπνού «Η συνήθεια του Πάσχα, η οποία δεν γνωρίζω πως προέκυψε, ήταν να παίρνουμε τα τουφέκια που είχαμε για κυνήγι και να πηγαίνουμε να τα ματώσουμε. Δηλαδή να βρούμε ένα θήραμα, πουλί ή στην καλύτερη περίπτωση λαγό, για να το τραυματίσουμε ίσα, ίσα να ματώσει άλλα όχι να το σκοτώσουμε. Όμως μια χρονιά που είχαν λιγοστέψει τα θηράματα λόγω της λαθροθηρίας, δεν βρήκα ούτε λαγό, ούτε πουλί, έτσι αναγκάστηκα να περπατήσω για πολλές ώρες χωρίς αποτέλεσμα. Γυρίζοντας στο σπίτι και λίγο πριν τον κήπο του κουμπάρου μου, είδα να κάθεται σε ένα κλαδί καρυδιάς μια τεράστια πέρδικα. Με το που έβαλα τα φυσίγγια και όπλισα η πέρδικα φτερούγισε, πηγαίνοντας να κουρνιάσει σε ένα άλλο δέντρο ακριβώς έξω από την αυλή του νονού του πατέρα σου. Σημάδεψα την πέρδικα, πάτησα την σκανδάλη και αντί να πετύχω την πέρδικα, πέτυχα με μερικά σκάγια τον Τάκη, τον κουμπάρο μου. Κοκάλωσα. Πάγωσε το αίμα μου, όταν είδα δίπλα από το αριστερό του μάτι να τρέχει αίμα» ξερόβηξε ο παππούς καθώς ο καπνός της πίπας έπεσε βαρύς στα πνευμόνια του.  


[...]

«Είχαμε φύγει όλοι από το χωριό και πήγαμε πάνω στο βουνό σε κάτι παλιοκαλύβες. Η δική μας ήταν 3 επί 3 και μέσα της καθόμασταν 42 άτομα, είχαμε πιάσει ψείρες, κοιμόμασταν ελάχιστα και λιμοκτονούσαμε. Όμως δεν θέλησαν να μας πιάσουν, γιατί αν ήθελαν θα μας έπιαναν πολύ εύκολα, μιας και μας είχε αποκλείσει το χιόνι. Όμως μέσα σε όλους αυτούς, ήταν ένας Ιταλός που κράταγε συνεχώς την φωτογραφία με τα παιδάκια του κι έκλαιγε. Τον λυπήθηκα, του έδωσα λίγο ψωμί να φάει… σάμπως είχαμε και μεις… μετά δεν ξέρω τι απέγινε, γλίτωσε, δεν γλίτωσε…» αναστέναξε ο ηλικιωμένος αφηγητής, ήπιε λίγο νερό και συνέχισε να βγάζει από μέσα του την φρίκη που είχε ζήσει πριν από χρόνια.

[...]


~Άγγελος Μητσόπουλος 

(Αποσπάσματα από το νέο μου διήγημα, το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη!)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου